- στεινωπός
- -όν, Αβλ. στενωπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεινωπός — στενωπός narrow masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενωπός — ή, ό / στενωπός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν και ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α το θηλ. ως ουσ. η στενωπός α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα β) στενός δρόμος, σοκάκι γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά νεοελλ. κάπως στενός μσν.… … Dictionary of Greek